- ανακουφωτός
- η , ό1) слегка выпуклый, приподнятый (над чём-л.); 2) неплотно уложенный (о камнях, дровах); 3) пышный (о хлебе); 4) полуотворенный, неплотно закрытый (о двери, окне)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακουφωτός — ή, ό [ανακουφώνω] 1. αυτός που δεν είναι καλά προσαρμοσμένος κάπου, που δεν έχει συνοχή, που σχηματίζει κενό από κάτω ή αναμεταξύ 2. (για το ψωμί) αυτός που έχει υποστεί την αναγκαία ζύμωση 3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος, γειρτός 4.… … Dictionary of Greek
ανακουφωτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο λίγο φουσκωμένος ή υψωμένος, ώστε να είναι αποκάτω κούφιος: Είχε βάλει τα δεμάτια του σταριού ανακουφωτά για να αερίζονται. 2. (για πόρτες και παράθυρα), ο μισόκλειστος: Τη νύχτα αφήναμε τα παράθυρα της κρεβατοκάμαράς μας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακουφώνω — 1. σκάβω κάτι καιτό κάνω κοίλο 2. (για πόρτες και παράθυρα) κυρτώνω, μισοκλείνω, γέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κουφώνω. ΠΑΡ. ανακουφωτός] … Dictionary of Greek